- καιροτηρεω
- καιροτηρέωκαιρο-τηρέωвыжидать, высматривать, наблюдать
(τὰς μεταβολάς Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τὰς μεταβολάς Diod.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
καιροτηροῦντας — καιροτηρέω observe the seasons pres part act masc acc pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιροτηρήσαντες — καιροτηρέω observe the seasons aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαιροτήρει — καιροτηρέω observe the seasons imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)